προδομέων

προδομέων
προδομέω
build before
pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
προδομεύς
one who builds before
masc gen pl
προδομέω̆ν , προδομεύς
one who builds before
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • προδομεύς — έως, ὁ, Α (ως προσωνυμία θεών) αυτός που οικοδομεί εκ τών προτέρων («ἑστία θεῶν προδομέων καλουμένων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δεμ τού δέμω + κατάλ. εύς (πρβλ. οικο δομ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”